- διάθερμος
- ος, ο[ν]1) прогретый; 2) перен. горячий, пылкий; восторженный; 3) физ. диатермический, теплопрозрачный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάθερμος — thoroughly warm masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάθερμος — η, ο (Α διάθερμος, ον) 1. διάπυρος, υπέρθερμος 2. ένθερμος, υπερενθουσιώδης, διαχυτικός αρχ. αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία ή ευέξαπτο χαρακτήρα … Dictionary of Greek
διάθερμον — διάθερμος thoroughly warm masc/fem acc sg διάθερμος thoroughly warm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθέρμου — διάθερμος thoroughly warm masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθέρμῳ — διάθερμος thoroughly warm masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάθερμοι — διάθερμος thoroughly warm masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek